πριονίδι, το, ουσ. [<πριόνι + κατάλ. -ίδι], το πριονίδι·
- δεν τρώω πριονίδια ή δεν τρώμε πριονίδια, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος, δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «είχε την εντύπωση πως μπορούσε να με ξεγελάσει, αλλά δεν ήξερε πως δεν τρώω πριονίδια και την πάτησε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ.. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.
- έχει πριονίδια στο μυαλό, δεν έχει καθόλου μυαλό, είναι ανόητος, βλάκας: «ο ένας του ο γιος πιάνει πουλιά στον αέρα, αλλά ο άλλος έχει πριονίδια στο μυαλό». Συνών. έχει κάλο στο μυαλό / έχει κάλο στον εγκέφαλο / έχει πίτουρα στο μυαλό / έχει ρόζο στο μυαλό / έχει ροκανίδια στο μυαλό / έχει σκατά στο μυαλό / έχει στόκο στο μυαλό·
- πριονίζω τα πριονίδια, ματαιοπονώ: «όσο κι αν προσπαθείς να βάλεις μυαλό σ’ αυτόν τον άνθρωπο δεν καταφέρνεις τίποτα, γιατί είναι σαν να πριονίζεις τα πριονίδια». (Λαϊκό τραγούδι: κι όλο γυρίζουμε στα ίδια και στα ίδια και πριονίζουμε τα πριονίδια
- τρώει πριονίδια, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «ξεγέλασες έναν άνθρωπο που τρώει πριονίδια και κοκορεύεσαι;». Για συν. βλ. φρ. τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.